- ὅς
- ὅς rel., v. ὁ A.------------------------------------ὅς (ᾧ, ὅν; ἅν; ᾧ:1
ϝόν O. 5.8
, P. 6.36,ϝῷ I. 4.36
) his, her owna reflexive.ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε O. 5.8
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν, ὃν πρόγονον O. 6.59
ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122
βόασε παῖδα ὃν P. 6.36
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει I. 4.36
b non-reflexive. Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (i. e. τῷ αὐτῆς παιδί, sc. τῆς Ἰνοῦς, expl. Apoll. Dysk. ad. loc.) fr. 5. [c dub. Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἅν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (codd.: ἐν Chaeris: τὰν Bergk) P. 4.258]------------------------------------v. ὁ
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.